ἰλίγγου

ἰλίγγου
ἴλιγγος
spinning round
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… …   Dictionary of Greek

  • Νόβακ, Κιμ — (Kim Novak, Σικάγο 1933 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Από τις ξανθές που χαρακτήρισαν το Χόλιγουντ σε ολόκληρη την δεκαετία του 1950, τελείωσε το κολλέγιο στο Λος Αντζελες και σχεδόν αμέσως μπήκε στις ταινίες. Τα ειδύλλιά της εντός και εκτός οθόνης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”